κεγχροειδῆ — κεγχροειδής like grains of millet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεγχροειδής like grains of millet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεγχροειδής like grains of millet masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδές — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem voc sg κεγχροειδής like grains of millet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδοῦς — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδέες — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδῶν — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδῶς — κεγχροειδής like grains of millet adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek